- γνεύσιοι
- Σχιστώδη μεταμορφωμένα πετρώματα, με ορυκτολογική σύσταση ανάλογη με αυτή των γραφιτών. Προέρχονται από τη μεταμόρφωση είτε πυριγενών πετρωμάτων (ορθογνεύσιοι) είτε ιζηματογενών (παραγνεύσιοι), που είναι όμοιοι και των οποίων η προέλευση διαπιστώνεται θετικά με χημική ανάλυση.
Οι ορθογνεύσιοι είναι πετρώματα της κάτω ζώνης και σχηματίζονται όταν κατά τη μαγματική φάση η εξωτερική πίεση των υδρατμών είναι μεγαλύτερη από την εσωτερική, οπότε τα πτητικά υλικά διαλύονται μέσα στο μάγμα, που στερεοποιείται διαπερνώντας τα πυριγενή πετρώματα μέσα από τις ρωγμές τους. Έτσι, στη ζώνη επαφής του μάγματος με τα πετρώματα αυτά δημιουργούνται αντιδράσεις που δίνουν τους γ. Τα κυριότερα ορυκτολογικά συστατικά των γ. είναι: άφθονοι άστριοι (που τους διαστέλλουν από τους σχιστόλιθους), χαλαζίας, μαρμαρυγίας, κεροστίλβη, αυγίτης κλπ. Με βάση το επικρατέστερο ορυκτό, τους διακρίνουμε σε βιοτιτικό, αμφιβολιτικό, πυροξενικό, χλωριτικό κλπ.
Το βάρος τους είναι 2,6-2,7. Παρουσιάζουν μεγάλη αντίσταση στην τριβή και στη συμπίεση (1.600-1.800 κιλά/τ. εκ.), μεγάλη σκληρότητα, μεγάλη σχιστότητα κατά πλάκες και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται, όπως ο γρανίτης, στη δομική, για κλιμακοστάσια, πεζοδρόμια, στέγες κλπ. Ειδικότερα, η ποικιλία του σχιστοειδούς βιοτιτικού γ., που είναι ανοιχτόχρωμος και σχίζεται σε μεγάλες πλάκες μικρού πάχους, με μεγάλη ανθεκτικότητα στην τριβή, χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό. Στην Ελλάδα γ. υπάρχουν στις κρυσταλλοσχιστώδεις ζώνες της Ροδόπης, του Πηλίου και αλλού.
Οι γνεύσιοι είναι πετρώματα με μεγάλη σχιστότητα, γι’ αυτό χρησιμοποιούνται στη δομική.
Dictionary of Greek. 2013.